28/03/2024
Ο Αναστάσιος Πολυχρονιάδης παρουσιάζει το βιβλίο «Το Αναγνωστικό των Ευαγγελίων» του Αλέξανδρου Κοσματόπουλου.

από τον Αναστάσιο Ομ. Πολυχρονιάδη, Δρ. Θεολογίας ΑΠΘ

«Ο Λόγος του Θεού ακούγεται μόνο μέσα στη σιωπή», σημειώνει στον πρόλογο του Αναγνωστικού των Ευαγγελίων, ο Αλέξανδρος Κοσματόπουλος. Όταν ο άνθρωπος μένει μόνος με τον εαυτό του. Τότε, ο νους εισέρχεται στην καρδιά και εκείνη δέχεται τη χάρη γενόμενη «από πέτρινη […] σάρκινη».

Βαθύς ο λόγος του συγγραφέα. Άντλημα από το πηγάδι του Θεού, που «είναι» πάντοτε «καινούργιο», όπως υπογραμμίζει.

Σε μια εποχή που η έπληξη έχει χαθεί κι όλα εμφανίζονται και ταυτόχρονα εξαφανίζονται, τόσο εύκολα, από τις εικόνες μέχρι τα αισθήματα, ο Ευαγγελικός λόγος, σύμφωνα με τον Κοσματόπουλο, μοιάζει με την «απαλή βροχή, χωρίς να προκαλεί κανένα δέος και κανέναν φόβο».

Τα Ευαγγέλια, συνεχίζει, δεν τα ερμηνεύουμε, αλλά τα ενστερνιζόμαστε. «Ό,τι λέγεται» σε αυτά «αργά ή γρήγορα» το βρίσκουμε «μπροστά μας». Ο ίδιος εξομολογείται πως, δεν προσπαθεί να υπομνηματίσει τον λόγο του Θεού, αλλά να αφεθεί σε εκείνον. Δεν τον ενδιαφέρει να δώσει «άλλη μια εξήγηση των Ευαγγελίων […] αλλά να ψαύσει, κατά το δυνατόν, τα ιμάτια του Θεού Λόγου», για να ανατείλει μέσα του η ελπίδα, που υπερνικά τη φθορά και το θάνατο.

Με αφορμή το στίχο από το κατά Ιωάννην: «Εν αρχή ην ο Λόγος», σημειώνει ότι, ο λόγος του Χριστού «είναι ταυτόχρονα και πράξη», γεγονός «που φαίνεται σε όλα τα θαύματά του» (σ. 25). Και είναι, ακριβώς, ο λόγος του Πατρός, φανερώνοντας στον κόσμο τη σχέση Υιού και Πατέρα, που είναι η σχέση της απόλυτης αγάπης.

Συνεπώς, «στη γνώση του Θεού δεν υπάρχει παρελθόν και μέλλον, αλλά αδιάπτωτο παρόν». «Πάσα σάρξ χόρτος, και πάσα δόξα ανθρώπου ως άνθος χόρτουֺ εξηράνθη ο χόρτος, και το άνθος εξέπεσεν, το δε ρήμα του Θεού ημών μένει είς τον αιώνα», σύμφωνα με τον Προφήτη Ησαία, που αντιγράφει ο Κοσματόπουλος.

Έτσι εξηγείται, για εκείνον, και η άμεση ανταπόκριση της Παναγίας στο «άγγελμα του Θεού»: «Ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου». «Η όλη σκηνή», σημειώνει «έχει την απλότητα και την αμεσότητα του Είπεν καί εγένετο (σ. 29). Εδώ, υπάρχει η ουσία της πνευματικής ζωής, η οποία, για τον θεσσαλονικιό λογοτέχνη, «γεννιέται εκεί που κανείς δεν το περιμένει, με τρόπους παράξενους, υπακούοντας σε ρυθμούς διαφορετικούς από εκείνους που κινείται ο κόσμος, με τις επιθυμίες και […] ασχολίες του».

Πάντα με τη χάρη του Θεού, όπως λέγει ο Χριστός στον Παύλο: «Αρκεί σοι η χάρις μου η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται» (σ.32). Μέσα από τις δοκιμασίες και τους πειρασμούς⸱ όπως τους τρεις, που πρόβαλλε ο διάβολος στην έρημο, ενώπιον «του Ιησού και στους οποίους περικλείεται η ιστορία του κόσμου, αλλά και η στάση εκείνου που μοναδική του επιθυμία είναι να πορευτεί στα βήματα του Χριστού» (σ.37). Ο Κοσματόπουλος, τονίζει ακόμη ότι: «Οι πειρασμοί του διαβόλου εμπεριέχουν σε όλο το βάθος τους τις επιθυμίες και τις φρεναπάτες των ανθρώπων, ανά τους αιώνες, τις μάταιες πράξεις και τα μάταια εγχειρήματά τους». Αντίθετα, η «ελευθερία», τονίζει, «προέρχεται από την αλήθεια των λόγων του» Χριστού «και δεν αποτελεί […] αφηρημένη έννοια, στην οποία […] καθένας μπορεί να δίνει όποιο περιεχόμενο θέλει» (σ.45).

Για τη βίωσή της, υπάρχει μια προϋπόθεση, σημειώνει: «Η παραίτηση από κάθε τι οικείο και προσφιλές, η εγκατάλειψη της ασφάλειας του βίου, ακόμη και της έννοιας της αξιοπρέπειας, το άνοιγμα της καρδιάς προς το άγνωστο […] αποτέλεσμα μιας πνοής που πνέει στα έγκατα του ανθρώπου». Με αυτόν τον τρόπο, γίνεται αντιληπτή η μυστική πρόσκληση: «Δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω υμάς γενέσθαι αλιείς ανθρώπων, και ευθέως αφέντες τα δίκτυα αυτών ηκολούθησαν αυτώ» (σ.50).

«Ο δημόσιος βίος του Ιησού», συνεχίζει ο Κοσματόπουλος, «ξεκινά με τον οίνο στον γάμο της Κανά, και με τον οίνο ολοκληρώνεται στον Μυστικό Δείπνο». Προσφέρει το θαυματουργό κρασί «στους συνδαιτημόνες του γάμου, όπως προσφέρει τον οίνο στους μαθητές […] και σε όλον τον κόσμο ως κοινωνία αγάπης» (σ. 57). Και όμως «το θαυματουργικό γεγονός […] δεν διατυμπανίζεται» στους προσκεκλημένους. «Περνά απαρατήρητο». Όπως, ο Ιησούς, που «παραμένει στη σκιά, παρότι είναι ο χορηγός της καινής ζωής» (σ.59), γιατί «οι κατηγορίες των ανθρώπων στους οποίους απευθύνεται […] δεν ανήκουν στους διαμορφωτές της ιστορίας, σε εκείνους που νομίζουν πως παίζουν κάποιον ρόλο μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι, αλλά σε εκείνους στους οποίους ανήκει η βασιλεία των ουρανών» (σ.62). Σε όσους ζουν την «αγάπη του Θεού», η οποία «είναι αναλλοίωτη και απροσωπόληπτη». Η αγάπη που «ανατέλλει το φως» για δίκαιους και άδικους (σ.64), και δίνεται σε όποιον τη ζητήσει: «Αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν» (σ.79).

«Η βασιλεία του Θεού», συνεχίζει ο συγγραφέας, «δεν βρίσκεται έξω, αλλά μέσα μας». Όπως, ακριβώς, η κίνηση της αιμορροούσας «ν’ αγγίξει το κράσπεδο του ιματίου του […] για να σωθεί από τη μάστιγά της, συντελείται μέσα στη σιωπή». «Δεν βλέπει τι συμβαίνει γύρω της. Δεν ακούει τη βοή του πλήθους που συνωθείται γύρω απ’ το Διδάσκαλο». «Η κίνησή της» είναι προσευχή (σ. 104). Γνωρίζει λεπτομερώς τον δρόμο προς τον Χριστό, ο οποίος «παραμένει απάτητος, όχι γιατί δεν περνούν άλλοι, αλλά γιατί είναι δρόμος που δεν αφήνει ίχνη, έχοντας για τον κάθε πιστό τον χαρακτήρα μιας προσωπικής αποκάλυψης» (σ. 105).

Και ρωτά ο Κοσματόπουλος: Εμείς που δεν μπορούμε να ψηλαφήσουμε τα ιμάτιά Του; Για να απαντήσει ο ίδιος, πως μπορούμε να ζήσουμε τον Ευαγγελικό λόγο, το νοητό ιμάτιο του Ιησού, που θεραπεύει τις «εσωτερικές» μας «πληγές» (σ.106).

Αυτή η συνάντηση είναι μυστική όπως εκείνη του «ευσχήμονος βουλευτού» Νικοδήμου. «Εντυπωσιασμένος από τα σημεία πηγαίνει μέσα στη νύχτα να τον συναντήσει αποφεύγοντας τα βλέμματα των πολλών» (σ. 111). Εξάλλου, «αν δεν εισέλθει ο άνθρωπος στη ζωντανή παρουσία του Θεού, δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν τα δεινά που φέρει ο ατελεύτητος χρόνος στον καθ’ ημέραν βίο» (σ.134). Ο πανδαμάτορας χρόνος, ο οποίος μένει έξω από «το ένα και το αυτό πνεύμα που συνέχει τις δύο Διαθήκες», όπως γράφει, εν συνεχεία, ο Κοσματόπουλος (σ.136), γιατί «η αιώνια ζωή δεν αφορά κάποιο κοντινό ή απώτερο μέλλον, ούτε αποτελεί ανταπόκριση του παρελθόντος, αλλά είναι αυτή ταύτη η σχέση με τον Πατέρα διά του Ιησού Χριστού» (σ. 138). Οπότε, και «το θαύμα είναι το εκτός χρόνου […] σημείο που […] εξακοντίζει» τον άνθρωπο «σε μια καινούρια ζωή» (σ. 142).

Το ίδιο, για τον θεσσαλονικιό λογοτέχνη, πετυχαίνουν και «οι δοκιμασίες», «που μας απαλλάσσουν από κάθε ιδέα περί του εαυτού μας, από περιττά σχήματα που περιζώνουν την ύπαρξή μας, από τις κάθε λογής φαντασιώσεις μας» (σ. 147).

Πολύ σημαντικά είναι τα λόγια του και για τον όχλο, όταν εξεγείρεται ενάντια στη μοιχαλίδα γυναίκα. Τότε, λέγει, ο Χριστός «σιωπά και γράφει στο έδαφος», χωρίς να «προκαλεί», ούτε να «αμύνεται» (σ. 153), γιατί «δεν καταδικάζει» τον αμαρτωλό άνθρωπο, αλλά την αμαρτία του. Ο Κοσματόπουλος τονίζει ακόμη, ότι «ο εξουθενωμένος εαυτός […] προσελκύει μυστικώς τη χάρη […] λαβαίνοντας μια δύναμη […] άγνωστη ως τότε, μια δύναμη που βγαίνει από τα σπλάχνα του, κι όμως γνωρίζει πως δεν είναι δική του μήτε προέρχεται απ’ αυτόν» (σ. 155).

Αυτή, είναι η Μεταμόρφωση. «Σε πολλές ζωγραφικές αποτυπώσεις της […] οι απόστολοι φαίνονται να ανατρέπονται από τη θέαση της Θείας δόξας, δείχνοντας την αδυναμία του ανθρώπου να αντέξει και να μετάσχει του Θείου φωτός» (σ. 160). Οι Μαθητές «ήθελαν να μείνουν εκεί για πάντα, όπως συμβαίνει τις στιγμές που κάτι μας γεμίζει με ανείπωτη χαρά, με την πληρότητα ενός όλβου που δεν προσφέρει ο κόσμος», συνεχίζει ο συγγραφέας (σ. 161).

Η Μεταμόρφωση, τονίζει ο Κοσματόπουλος, αποτελεί καρπό ζωντανής προσευχής, «όταν κανείς αφήνεται με εμπιστοσύνη στα χέρια που τον σκεπάζουν» (σ. 163). Τότε, «ο ενωμένος με την καρδιά νους αποσπάται από τον κόσμο, υπερβαίνει το φαινόμενο», ζώντας «την πίστη που δεν αφήνει ίχνη, που δεν επικαλείται καμιά εξουσία, που η ιστορία δεν διαπιστώνει, και η επιστήμη χαρακτηρίζει ανύπαρκτη». «Κατά τον Παύλο: Έστι δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπόμενων» (σ. 168).

Γι’ αυτό, «ο Ιησούς ζητά από τον πλούσιο νεανίσκο μία στάση ρηξικέλευθη: ‘‘Εί θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ και δεύρο ακολούθει μοι, ακούσας δε ο νεανίσκος τον λόγον απήλθε λυπούμενοςֺ ην γαρ έχων κτήματα πολλά’’» (σ. 172). «Η παραίτηση από τον πλούτο», τονίζει ο Κοσματόπουλος, «και η άρνησή του αποτελούν ουσιαστικά την άρνηση του μόνου Θεού στον οποίο πιστεύουν οι άνθρωποι, κι αυτός είναι ο μαμωνάς» (σ. 173). Ως εκ τούτου, είναι φυσικό για τον πλούσιο, ο φτωχός, αλλά επώνυμος Λάζαρος απλώς να μην υπάρχει. Ανάμεσα σε εκείνον και τον Λάζαρο υφίσταται το μέγα χάσμα της αδιαφορίας για την ύπαρξη του άλλου, για την ανέχεια και την πενία του» (σ. 206).

Ποια θα είναι όμως η κρίση μας; Η «στάση μας προς τον ασήμαντο», συνεχίζει ο συγγραφέας, «τον πονεμένο, τον αδύναμο που περιλαμβάνει και λόγια και πράξεις και παραλείψεις και τα πάντα» (σ. 216). Γι’ αυτό, η πιο ανιδιοτελής αγάπη, για τον Κοσματόπουλο, είναι εκείνη προς τους νεκρούς, που δεν προσφέρει κανέναν καθρέφτη για τον εαυτό μας (σ. 179).

Η φιλαυτία, αντίθετα, αδιαφορεί για την πνευματική κατάσταση του εαυτού μας, συνεχίζει (σ. 214). Ενώ η ταπείνωση ακολουθείται από την επιείκεια, κατά τον αββά Ισαάκ τον Σύρο, τη σύναξη του εαυτού, τις ασκόρπιστες αισθήσεις (σ. 228). Είναι η ζωή του ταπεινωμένου τελώνη, που συναισθάνεται το μυστήριο του «να μην είσαι κανείς» (σ. 219). «Η ταπεινοφροσύνη», υπογραμμίζει ο Κοσματόπουλος, «δεν αποτελεί μία απ’ τις ιδιότητες που ενυπάρχουν στον άνθρωπο. Προέρχεται από τον Θεό. Γι’ αυτό και ο ταπεινόφρων δεν είναι εκ του κόσμου τούτου» (σ. 230).

Είναι άνθρωπος της προσευχής. «Έξω από την προσευχή και την εγρήγορση», επισημαίνει ο Θεσσαλονικιός λογοτέχνης, «το κάθε βήμα είναι αβέβαιο, η κάθε στιγμή επισφαλής». «Η προσευχή, πέρα απ’ όλα τα φωνήματα, πέραν των φθόγγων, απόκειται στις πτυχές μιας σιγής που δεν γνωρίζουν στις συναναστροφές τους οι άνθρωποι». «Είναι η βαθιά εκείνη αναπνοή όπου περιέχεται η έσχατη επιθυμία του ανθρώπου να ενωθεί με τον Θεό Λόγο. Είναι

το ‘‘Γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου’’» (σ. 267). Εξάλλου, «η παρουσία του Χριστού στην καρδιά καθορίζει τη βιοτή και τη στάση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο» (σ. 221). Αν η καρδιά είναι άδεια από τη χάρη, δηλαδή «ο λόγος που εκφέρουμε δεν συνδέεται με έναν πυρήνα αγάπης εντός μας, δεν θα αγκαλιάσει τον άλλο άνθρωπο […] δεν θα τον θεραπεύσει, μήτε θα τον αναπαύσει» (σ. 240).

Ακόμη, άλλο η σχέση της αγάπης με έναν άνθρωπο και άλλο η συνάντηση με τον Θεό. Η πρώτη μπορεί να φράξει τον δρόμο προς τον Θεό, ανάγοντας τη σχέση σε αυταξία, ή και σε εξάρτηση, όμως ποτέ η συνάντηση με τον Θεό δε θα φράξει οποιαδήποτε άλλη σχέση αγάπης (σ. 248). Διαφορετικά, η αγάπη καταντά μια αφηρημένη έννοια, μια πολύπαθη λέξη, που δεν αφορά τίποτε το συγκεκριμένο (σ. 257). Στον κήπο της Γεσθημανή ολοκληρώνεται η δωρεά της αγάπης που υπερέχει πάσης γνώσεως. Η αγάπη ως δωρεά του Πατρός διά του Ιησού Χριστού (σ. 266), σύμφωνα πάντα με τον Κοσματόπουλο.

Ο Ιησούς, συνεχίζει, είναι ο σιωπηλός δούλος που δέχεται τα πάντα (σ. 277). Για εκείνους που περπατούν στα βήματα του […] το εμπόδιο αίρεται τότε ακριβώς που κάθε ελπίδα φαίνεται χαμένη (σ. 300). «Ότι ουκ έστιν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» (σ. 275). Και πώς ηττάται η ισχύς του κόσμου; «Ηττάται από εκείνον που παραιτείται από κάθε επίγεια ισχύ και εξουσία», απαντά ο θεσσαλονικιός λογοτέχνης (σ. 276).

Ο Καϊάφας, συνεχίζει, όπως και οι λοιποί αρχιερείς και Φαρισαίοι κατάλαβαν τον κίνδυνο που διέτρεχε η εξουσία τους και πρότειναν να παραδώσουν τον Ιησού στον θάνατο (σ. 249). Γράφει ο Παύλος για τον Σταυρό: «Ο λόγος γαρ ο του σταυρού τοίς μεν απολλυμένοις μωρία εστί, τοίς δε σωζομένοις ημίν δύναμις Θεού εστι. Γέγραπται γαρֺ απολώ την σοφίαν των σοφών, και την σύνεσιν των συνετών αθετήσω» (σ. 290). Οπότε, η ρήση του Νικολάου Καβάσιλα: «Ημείς νικώμεν νικώντων των άλλων» θέτει σε εντελώς διαφορετική βάση και τροχιά τη σχέση των μαθητών του Χριστού με τον κόσμο», σχολιάζει ο Κοσματόπουλος. «Η ήττα μετατρέπεται σε νίκη διά του Σταυρού» (σ. 257). «Συνεπώς, η αλήθεια του Χριστού δεν είναι μια ιδέα, δεν αποτελεί μία έννοια, μήτε είναι καρπός συλλογισμών, αλλά έχει υπόσταση σωματική. Είναι το σώμα και το αίμα του Χριστού» (σ. 278).

«Όταν η ελπίδα μας έχει αφανιστεί», συνεχίζει ο συγγραφέας, «υπάρχει πέρα απ’ τον κλειστό μας ορίζοντα το αναστάσιμο φως του Χριστού» (σ. 294). Η απάντηση στο ερώτημα: «τίς αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου; και αναβλέψασαι θεωρούσιν ότι αποκεκύλισται ο λίθος» (σ. 298). «Η συντριβή», τονίζει ο Κοσματόπουλος, «σε πληροφορεί για την Ανάσταση», αφού «όλοι αμαρτάνουμε κατά της αγάπης» (σ. 301). Ενώ η συνάντηση με τον αναστημένο Ιησού είναι η όντως χαρά. «Εχάρησαν ούν οι μαθηταί ιδόντες τον Κύριον» (σ. 302).

Η πορεία προς Εμμαούς, σημειώνει ο θεσσαλονικιός λογοτέχνης, είναι μια μακρά πορεία μες στη νύχτα. Η δική μας πορεία (σ. 293). Τη στιγμή που ο Λουκάς και ο Κλεόπας δεν περιμένουν τίποτε, ο Χριστός εμφανίζεται να πορεύεται μαζί τους (σ. 292). «Τον αναγνωρίζουν, και οι καρδιές τους πυρπολούνται». «Όμως γίνεται άφαντος, δείχνοντας ότι η αγάπη δεν έχει καμμία σχέση με την ειδωλολατρεία και τις συναφείς προς αυτήν εκδηλώσεις δέους και ιερού τρόμου» (σ. 297).

Καταληκτικά, σύμφωνα πάντα με τον συγγραφέα, η παρουσία του Χριστού είναι η διάβαση που ανοίγει δρόμο προς τον ουρανό και κάθε στιγμή είναι καινούριος (σ. 304). «Η πίστη στον Ιησού Χριστό είναι άνοιγμα που δίνει νόημα στα πάντα. Γεγονός προσωπικό, μοναδικό […] ανεξίτηλο στη ζωή καθενός. Είναι η πίστη που δεν σταματά ποτέ να αποκαλύπτεται» (σ. 306).

Αυτό είναι το περιεχόμενο του Αναγνωστικού των Ευαγγελίων, η πίστη ως αποκάλυψη.

 

Αλέξανδρου Κοσματόπουλου
Το Αναγνωστικό των Ευαγγελίων,
Εκδόσεις Πατάκη, Φεβρουάριος 2017, σ. 312.

*Τα κείμενα αποτελούν απόψεις του υπογράφοντος και όχι απαραίτητα και της εκπομπής.

 

Ο Αναστάσιος Πολυχρονιάδης εμφανίστηκε στα επεισόδια ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ – Μέρος Α και ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ – Μέρος Β της Χαράς Θεού. Μπορείτε να τα παρακολουθήσετε πατώντας πάνω στους τίτλους των επεισοδίων.

 

3 comments